- αυτοεξυπηρετούμαι
- самому себя обслуживать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοεξυπηρετούμαι — αυτοεξυπηρετούμαι, αυτοεξυπηρετήθηκα βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αυτοεξυπηρετούμαι — 1. παίρνω ψώνια ή φαγητό χωρίς τη μεσολάβηση υπαλλήλων του καταστήματος 2. μπορώ να φροντίζω τον εαυτό μου (στο φαγητό, στην ατομική καθαριότητα κ.λπ.) … Dictionary of Greek